- ολιγαρχικός
- -ή, -ό (Α ὀλιγαρχικός, -ή, -όν) [ολιγαρχία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίαςνεοελλ.φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» — η ολιγαρχία.επίρρ...ολιγαρχικός και -ά (Α ὀλιγαρχικῶς)με ολιγαρχικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.